λασπωμένος

λασπωμένος
boueux

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Regardez d'autres dictionnaires:

  • ασώδης — (I) ἀσώδης, ες (Α) [άση] 1. αυτός που αισθάνεται αηδία ή ναυτία από το υπερβολικό φαγητό, αυτός που έφαγε μέχρι κορεσμού 2. εκείνος που συνοδεύεται από ναυτία («ἀσώδης ὀδύνη»). (II) ἀσώδης, ες (Α) [άσις] λασπωμένος …   Dictionary of Greek

  • κατάπηλος — κατάπηλος, ον (Μ) βυθισμένος ή σκεπασμένος με πηλό, λασπωμένος, βορβορώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πηλος (< πηλός), πρβλ. έμ πηλος, υπό πηλος] …   Dictionary of Greek

  • λασπώνομαι — λασπώνομαι, λασπώθηκα, λασπωμένος βλ. πίν. 4 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • λασπώνω — λάσπωσα, λασπώθηκα, λασπωμένος 1. μτβ., αλείφω με λάσπη, λερώνω με λάσπη. 2. αμτβ., λερώνομαι με λάσπη: Οι μπότες μου λάσπωσαν. 3. μτφ., γίνομαι πολτός: Λασπωμένο ρύζι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”